πλειστοβολίνδα

πλειστοβολίνδα
πλειστοβολίνδᾱ , πλειστοβολίνδα
dice-playing
fem nom/voc/acc dual
πλειστοβολίνδᾱ , πλειστοβολίνδα
dice-playing
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλειστοβολίνδα — ἡ, Α (ενν. παιδιά) παιχνίδι με κύβους ή αστραγάλους στο οποίο νικητής ήταν εκείνος που έριχνε τις περισσότερες βολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστοβόλος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”